λιθιασικός

λιθιασικός
-ή, -ό [λιθίαση]
ιατρ.
1. σχετικός με τη λιθίαση («λιθιασική χολοκυστίτιδα»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λιθίαση
3. φρ. «λιθιασική διάθεση» — η τάση τού οργανισμού να σχηματίζει συγκρίματα, δηλαδή λίθους, σε διάφορα κοίλα όργανα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”